- πύματος
- πύμᾰτος [ῠ], η, ον, [dialect] Ep. Adj.A = ἔσχατος, hindmost, last, Il.4.254; ἐν πυμάτοισι, opp. μετὰ πρώτοισι, 11.65; also, outmost,
ἄντυξ ἣ π. θέεν ἀσπίδος 6.118
, cf. 18.608; ῥινὸς ὕπερ π. above the root of the nose, 13.616; πυμάτῃ (sc. Ὕδρῃ)δ' ἐπίκειται εἴδωλον κόρακος Arat.448
; nethermost,φάρος Pl.Epigr.12.2
;π. Ταρτάρου βάθη Luc. Trag.295
; remotest,φωλειοί Opp.C.3.451
.2 of Time, last, ἄνδρα κτείνας π. Il.11.759;Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι Od.9.369
;ἀργειφόντῃ πυμάτῳ σπένδεσκον 7.138
;π. τέλεον δρόμον . . ἵπποι Il.23.373
;π. δ' ὁπλίσσατο δόρπον Od.2.20
; Trag. only in lyr.,π. γῆρας S.OC1236
: neut. πύματον and πύματα as Adv., at the last, for the last time,πύματόν τε καὶ ὕστατον Il.22.203
;ὕστατα καὶ πύματα Od.4.685
, 20.13;ἐν πυμάτῳ S. OC1675
(lyr.).3 of Degree, ὅ τι πύματον ὀλοίμαν by whatever is the last, worst fate, Id.OT661 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.